ξηροτροφικόν

ξηροτροφικόν
ξηροτροφικόν
rearing of land-animals
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξηροτροφικός — ξηροτροφικός, ή, όν (Α) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν η εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + τροφικός (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο τροφικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”